[*] 161. “πρός”, before (comp. Engl. “from before”). DEM.29.20: “εἰ . . . μὴ προωμολόγητο πρὸς τοῦδ᾽ ἐλεύθερος εἶναι”.1 XEN. An. 1.9.20: “φίλους γε μὴν . . . ὁμολογεῖται πρὸς πάντων κράτιστος δὴ γενέσθαι θεραπεύειν”, He is acknowledged on all hands, etc. HDT.8.111: “Ἄνδριοι . . . αἰτηθέντες πρὸς Θεμιστοκλέος χρήματα οὐκ ἔδοσαν”. AR. Nub. 1122: “πρὸς ἡμῶν οἷα πείσεται κακά” . EUR. Med. 255-6: “ὑβρίζομαι πρὸς ἀνδρός” , and similarly elsewhere. SOPH. El. 790: “πρὸς τῆσδ᾽ ὑβρίζῃ μητρός”, and similarly elsewhere. AESCHYL. P.V. 767: “ἦ πρὸς δάμαρτος ἐξανίσταται θρόνων”; PIND. O. 2.25-6: “πένθος δὲ πιτνεῖ βαρὺ” | “κρεσσόνων πρὸς ἀγαθῶν”.
. 11.831: “τά σε προτί φασιν Ἀχιλλῆος δεδιδάχθαι” .